- κύμινο
- τοείδος φυτού και ο καρπός του· φρ., «Όσο να πεις κύμινο», αμέσως, στη στιγμή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… … Dictionary of Greek
κυμινάτον — κυμινᾱτον, τὸ (Α) [κύμινο] 1. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κύμινο ή περιείχε κύμινο 2. είδος φαγητού που περιείχε κύμινο … Dictionary of Greek
κυμίνινος — κυμίνινος, ίνη, ον (Μ) [κύμινο] αυτός που παρασκευαζόταν από κύμινο … Dictionary of Greek
κυμινεύω — (Α) [κύμινο] πασπαλίζω κάτι με κύμινο … Dictionary of Greek
κυμινώδης — κυμινώδης, ῶδες (Α) [κύμινο] αυτός που μοιάζει με κύμινο … Dictionary of Greek
Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( … Википедия
Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] … Dictionary of Greek
άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek